"Ποιος είναι καλός προπονητής"


Σε αυτό το πρώτο post θα επιχειρήσω μια προσωπική προσέγγιση σε ένα καίριο ερώτημα, που όσο απλό και αν ακούγεται τόσο υποκειμενική και πολυσύνθετη είναι η απάντησή του:
Ποιος είναι καλός προπονητής?

Οι απαντήσεις γύρω από το συγκεκριμένο ερώτημα είναι πολλές και κινούνται σε ένα ευρύτερο φάσμα που ξεκινά από συζητήσεις μεταξύ φίλων με χαλαρή διάθεση, μέχρι επιστημονικές μελέτες και δημοσιεύσεις ερευνών. Κάποιες από αυτές τις πιθανές απαντήσεις μπορεί να είναι: Καλός προπονητής είναι αυτός που έχει στην κατοχή του τίτλους… που δημιούργησε και «έβγαλε» παίχτες…. που είναι αυστηρός ή που δεν είναι αυστηρός … που είναι παραδοσιακός ή που είναι καινοτόμος και ανατρεπτικός… και άλλα πολλά…

Προτού τοποθετηθώ σχετικά με τη δική μου απάντηση στο ερώτημα αυτό, ας ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχουν σωστές και λάθος απαντήσεις. Τα κριτήρια του καθενός σχετικά με το βαθμό ικανότητας ενός προπονητή είναι πολλά και συνδέονται με το αξιακό του σύστημα, τις εμπειρίες του, τις πεποιθήσεις του και φυσικά με το βαθμό εμπλοκής του στην προπονητική διαδικασία. Εφόσον λοιπόν δεν ακούγονται ακραίες και αβάσιμες απόψεις, όλες οι προσεγγίσεις είναι αποδεκτές.
Προσωπικά δυσκολεύομαι να ταυτιστώ με τις παραπάνω απαντήσεις, καθώς προσεγγίζουν με έναν ιδιαίτερα γενικόλογο τρόπο ένα άκρως ειδικό και κατά περίπτωση αντικείμενο. Πιο συγκεκριμέναγιατί ένας προπονητής με αρκετούς εγχώριους και ευρωπαϊκούς τίτλους στην κατοχή του να είναι καλύτερος ή χειρότερος από έναν άλλο που ασχολείται με την προπονητική σχεδόν δωρεάν – ή ίσως και δωρεάν – σε κάποια χώρα της Αφρικής εξελίσσοντας νεαρούς και ταλαντούχους αθλητές;
Γιατί ένας προπονητής ηλικιακών κατηγοριών – που ίσως έχει βοηθήσει αρκετούς νεαρούς αθλητές να βρεθούν στην Εθνική ομάδα – να είναι καλύτερος ή χειρότερος από έναν άλλο top level προπονητή που έχει κατακτήσει μια ή περισσότερες φορές το Champions League ; Γιατί ένας προπονητής που είναι οξύθυμος αλλά έχει την αποδοχή όλων των συναδέλφων του ( υπάρχουν πολλά παραδείγματα σε όλα τα ομαδικά σπορ) να είναι καλύτερος ή χειρότερος από ένα άλλο προπονητή που είναι ιδιαίτερα νηφάλιος και επικοινωνιακός, αλλά ταυτόχρονα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εργατικότητα στις ομάδες του;
Γιατί είναι καλύτερος ή χειρότερος ο προπονητής που έβαλε στο γήπεδο του χάντμπολ για πρώτη φορά τον Nicola Karabatic από αυτόν που τον βοήθησε ως προπονητής να κατακτήσει με την Εθνική ομάδα της χώρας του όλους αυτούς τους διεθνείς τίτλους;

Οι απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα είναι αδύνατον να δοθούν πειστικά και άμεσα και αυτή είναι η ουσία και η ομορφιά της προπονητικής διαδικασίας. Ότι δηλαδή, κάθε συνθήκη, κάθε ομάδα, κάθε σύνολο παιχτών και κάθε σχέση μεταξύ προπονητή και αθλητών είναι μοναδική. Ακόμα και μια ομάδα, η οποία συνεχίζει δεύτερη χρονιά με τους ίδιους παίχτες και τον ίδιο προπονητή, είναι διαφορετική από την προηγούμενη αγωνιστική σεζόν. Οι ισορροπίες και οι σχέσεις των μελών έχουν αλλάξει, τα οικονομικά δεδομένα πιθανόν να έχουν αλλάξει και φυσικά οι αγωνιστικοί στόχοι ίσως έχουν διαφοροποιηθεί. Επομένως ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση στην ερώτηση «Ποιος είναι καλός προπονητής»?
Αν θα έπρεπε να υπάρχει μόνο μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, τότε αυτή θα έπρεπε να είναι ότι καλός προπονητής είναι αυτός ο οποίος αντλεί το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό από την ικανότητα του κάθε παίχτη του και τη διοχετεύει μεθοδικά και αποτελεσματικά στο σύνολο της ομάδας.
Αυτός που καταφέρνει να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες – οικονομικές, λιγότερο ή περισσότερο πιεστικές για αποτελέσματα, «εύκολοι ή λιγότερο εύκολοι » χαρακτήρες παιχτών, συνεργάσιμοι ή λιγότερο συνεργάσιμοι διοικητικοί παράγοντες. Είναι αυτός που έχει καλλιεργήσει μέσα στα χρόνια την ενσυναίσθηση και κατανοεί τα προβλήματα του συνόλου προκειμένου να δώσει ουσιαστικές και άμεσες λύσεις. Αυτός που γνωρίζει τις στιγμές που πρέπει να βγει στο προσκήνιο για να αναλάβει ευθύνες αλλά και τις στιγμές που πρέπει να σταθεί λίγο πιο πίσω, ώστε να δώσει πρωτοβουλίες και χώρο για δράση και ανάληψη ρίσκων στους παίχτες του.

Είναι αυτός λοιπόν, που έχει ανεπτυγμένη την ψυχοσυναισθηματική ωριμότητα, ώστε να αντιλαμβάνεται τις εκάστοτε ανάγκες και να προσαρμόζεται σε αυτές, Με απλά λόγια αυτός που η αξία του δεν κρίνεται ως δεδομένη ή μη δεδομένη μέσα στο χρόνο, αλλά αξιολογείται συνεχώς και το τελικό πρόσημο της αναλογίας καθημερινές προσωπικές νίκες / αδυναμία διαχείρισης κρίσεων είναι θετικό.

You might be interested in …

Ψυχολογικοί παράγοντες και ο ρόλος τους ως προηγούμενα αθλητικών τραυματισμών

Ψυχολογία

Εισαγωγή : Α. Η κεντρική υπόθεση Κρίστη Μηλιόρδου, Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια, Mental Performance Coach

Διαβάστε Περισσότερα

Τα 5 C της Πνευματικής Προετοιμασίας

Ψυχολογία

Εισαγωγή : Α. Συγκεντρώσου στο παρόν Κρίστη Μηλιόρδου, Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια, Mental Performance Coach

Διαβάστε Περισσότερα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *